Το καπέλο του
έβγαλε κι έτσι ξέσκεπος
τη γελαστή του φορώντας απόγνωση
πρόχειρα ρίχνοντας στην πλάτη
της χαμένης ζωής το έμπλεο πένθος
ευθυτενής, αγέρωχος και λυγερός,
με βλέμμα ευθύβολο και σκοτεινό
κρατώντας άτσαλα στα μεγάλα του χέρια
την αδηφάγα των ονείρων του φωτιά
την καταδικασμένη σε περιπλάνηση αιώνια
αναμφίβολος κίνησε για τον αφανισμό του