Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Το πέταγμα



Μαρία. Στο στόμα της εκατομμύρια κόκκοι άμμου κατοικούν.  Γιώργος. Στο δασύτριχο στέρνο του κρύβονται μικρά μονόφτερα πουλιά. Άννα. Στ’ αποξηραμένα χέρια της κάποτε ρόδα άλικα άνθιζαν. Ελένη. Με πόδια και μήτρα από στέρφο χώμα. Δημήτρης. Φύκια και γοργόνες έκρυβε στου μετώπου του τις χοντρές ρυτίδες. Παναγιώτης. Τα μάτια του γεμάτα από κατακόκκινες διακεκομμένες φλεβίτσες και ποτήρια σπασμένα. Χριστίνα. Τις σιωπές της τις μαύρες σε τασάκια βρώμικα έσβηνε. Θύμιος. Κάποτε μια πόρνη ζωή αγάπησε που έσταζε πύο και αίμα. Ζωή. Με τα πόδια ανοιχτά και τη γλώσσα κομμένη.

Μαρία. Γιώργος. Άννα. Ελένη. Δημήτρης. Παναγιώτης. Θύμιος. Ζωή. Πιρούνια στα τσακισμένα χέρια έπαιρναν. Τα κάρφωναν στα μπράτσα. Γέμιζαν τα ραγισμένα πιάτα τους ριπές απελπισίας. Έτρωγε ο πόνος άπληστα. Ζέσταινε και θώπευε με στοργή τ’ άδειο τους στομάχι. Κόκαλα στην άκρια στοιβάζονταν, έστηναν χορό κι ύστερα ένα-ένα έπεφταν με φόρα απ’ το τραπέζι στο καθημαγμένο τους πάτωμα. Απέμεναν εκεί αιώνες κι αιώνες, δίχως να καρπίσουν, δίχως ξανά να γίνουνε τροφή. Τα βράδια έστηναν χορό στων αργόσυρτων πελμάτων τους τον ήχο.

Μαρία. Γιώργος. Άννα. Ελένη. Δημήτρης. Παναγιώτης. Θύμιος. Ζωή. Μια νύχτα, έτσι χορεύοντας, έχοντας τα χέρια διάπλατα ανοιχτά, απ’ τ’ ανοιχτό του δωματίου τους παράθυρο σ’ έναν ουρανό πέταξαν χάλκινο και σκουριασμένο.