Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Η εσταυρωμένη


Στο σπίτι της ανενόχλητα φώλιαζαν πουλιά προγονικά που είχαν τρία μάτια κι έφεραν δόντια χρυσά και μυτερά. Στο πάτωμα σ’ ένα παχύ στρώμα από σκόνη, ανάμεσα από φλιτζάνια και καθρέφτες σπασμένους, ερπετά γένναγαν τ’ αυγά τους. Στο ταβάνι, ως πολυέλαιοι, κρέμονταν από λεπτά σχοινιά ένας θίασος αυτοχείρων σκιών. Τα μεσημέρια του ήλιου οι ριπές φώτιζαν τους τοίχους, τους γεμάτους ακίδες που πάνω τους σφάγια αποκεφαλισμένα κρέμονταν. Τα βράδια πίσω απ’ τις καρέκλες, κάτω απ’ τα τραπέζια, σαρδόνια χαμογελώντας έπαιζαν κρυφτό ξυπόλητα τσακάλια.

Η γυναίκα με το θερισμένο σώμα και τα πορφυρά μάγουλα ζούσε στο σπίτι το στοιχειωμένο με μια κατάρα καρφωμένη στο στήθος. Μ’ ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό. Στα χέρια της κρατούσε κλαδάκια ματωμένα, πευκόφλουδες και σκίνα. Στο μοναχικό κρεβάτι ακίνητη ώρες πολλές παρέμενε. Με τα μαβιά της πόδια ανοιχτά, μετρώντας τα σάπια της μήτρας της έμβρυα.

Έφευγε απ’ το σπίτι σαν βράδιαζε. Ενδεδυμένη του πεζοδρομίου τον κτηνώδη χιτώνα. Στο πρόσωπο τοποθετώντας εκμαγείο έκφυλο από γύψο εύθραυστο, φορώντας μπότες ψηλές κι απαστράπτουσες, αψεγάδιαστα δικτυωτά καλσόν και όνειρα σκισμένα, στο λιμάνι βιαστικά κατέβαινε. Φτηνά τσιγάρα καπνίζοντας, στη βρεγμένη προβλήτα πάνω-κάτω βημάτιζε τα καράβια περιμένοντας να πιάσουνε στεριά. Έναντι μιας αμοιβής ευτελούς, προσέφερε το σώμα της το θερισμένο βορά σε σκουλήκια σαρκοβόρα.